συναπορώ

συναπορώ
-έω, ΜΑ
μσν.
αμφιβάλλω επίσης
αρχ.
1. θεωρώ κάτι επίσης άξιο απορίας
2. παθ. συναποροῡμαι, -έομαι
είμαι αντικείμενο απορίας μαζί με κάτι άλλο («δοκεῑ γὰρ πῶς συναπορεῑσθαι τούτῳ καὶ τὰ λοιπά», Σέξτ. Εμπ.)
3. (το απρμφ. τού παθ. αορ.) συναπορηθῆναι
το να είναι ή το να γίνεται κανείς άπορος μαζί με άλλον (Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”